κωπώ — (I) κωπώ, οῡς, ἡ (Α) στολισμένη ράβδος που χρησιμοποιούσαν κατά τα Δαφνηφόρια στη Βοιωτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα ώ, ούς, χαρακτηριστικό γυναικείων ονομάτων (πρβλ. κοσμ ώ). Η σύνδεση τής λ. με το κήπος δεν φαίνεται πιθανή]. (II) κωπῶ, έω… … Dictionary of Greek
κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… … Dictionary of Greek
Daphnephoria — Daphnephoria, a festival held every ninth year at Thebes in Boeotia in honour of Apollo Ismenius or Galaxius. It consisted of a procession in which the chief figure was a boy of good family and noble appearance, whose father and mother must be… … Wikipedia
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
ακώπητος — ἀκώπητος, ον (Α) [κωπῶ] 1. αυτός που δεν έχει κουπιά 2. ο απροετοίμαστος 3. ο άοπλος … Dictionary of Greek
λαμνοκοπώ — και λαμνοκωπώ κωπηλατώ, λάμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαμνοκοπῶ < λαμνοκόπος και ο τ. λαμνοκωπῶ είναι επαναληπτικό σύνθετο < λάμνω «κωπηλατώ» + κωπῶ (< κώπη)] … Dictionary of Greek